- φθονόλετρος
- φθονόλετρος, ον, dissim. fr. Φθονόλεθρος,A enviously destructive,
δαίμων Jahresh. 23
Beibl.402 ([place name] Prusa).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δαίμων Jahresh. 23
Beibl.402 ([place name] Prusa).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φθονόλετρος — ον, Α αυτός που επιφέρει όλεθρο εξαιτίας τού φθόνου που νιώθει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθόνος + ὄλεθρος με ανομοιωτική τροπή τού θ σε τ ] … Dictionary of Greek